- καταξιώνω
- (AM καταξιῶ -όω)θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τόν καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.)νεοελλ.αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη καταξίωσε τους αγώνες τών εργαζομένων»)μσν.παρέχω τη δυνατότητααρχ.1. έχω σε τιμή κάποιον2. διατάζω ή λέγω («πολλά χαίρειν συμφοραῑς καταξιῶ», Αισχύλ.)3. καταδέχομαι να κάνω κάτι («καταξιώσατε ἀπαλλάξαι τὸ πρᾱγμα», Πλούτ.)4. υποβιβάζω την αξία κάποιου πράγματος εξομοιώνοντάς το με άλλο («τῶν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν», Πλάτ.)5. υποστηρίζω κάτι κατά τη διάρκεια συζήτησης.
Dictionary of Greek. 2013.